αψηλάφητος

αψηλάφητος
και αψηλάφιστος, -η, -ο (AM ἀψηλάφητος, -ον)
εκείνος τον οποίο δεν μπορεί κανείς να ψηλαφήσει ή να αγγίξει.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αψηλάφητος — αψηλάφητος, η, ο και αψηλάφιστος, η, ο αυτός που δεν ψηλαφήθηκε, απασπάτευτος, ανερεύνητος: Αποφάσισε να μην αφήσει αψηλάφητη την υπόθεση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀψηλάφητος — not tried masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀψηλάφητον — ἀψηλάφητος not tried masc/fem acc sg ἀψηλάφητος not tried neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀψηλαφήτου — ἀψηλάφητος not tried masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀψηλαφήτους — ἀψηλάφητος not tried masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀψηλαφήτων — ἀψηλάφητος not tried masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀψηλαφήτῳ — ἀψηλάφητος not tried masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀψηλάφητα — ἀψηλάφητος not tried neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀψηλάφητοι — ἀψηλάφητος not tried masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απασπάτευτος — η, ο επίρρ. α αψηλάφητος: Δεν μπορούσε να πάει απασπάτευτα από το ένα δωμάτιο στο άλλο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”